στίλβωμα

στίλβωμα
το, ΝΜΑ [στιλβῶ, -ώνω]
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα
μσν.
1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει
2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα
καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.)
αρχ.
εργαλείο ή υλικό χρήσιμο για στίλβωμα, στίλβωτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στίλβωμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλβωμα — το γυάλισμα, λουστράρισμα: Έχει ειδική βούρτσα για το στίλβωμα των υποδημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιλβώματα — στίλβωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλβωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίλβωμα ή που είναι κατάλληλος για στίλβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • αιμοσάτης — αἱμοσάτης, ο (Α) είδος πέτρας που τήν χρησιμοποιούσαν για το στίλβωμα τού χρυσού, αλλιώς «Σάμιος λίθος» (Διοσκορίδης 5, 173) …   Dictionary of Greek

  • αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… …   Dictionary of Greek

  • λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα …   Dictionary of Greek

  • στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”